ευκατάσειστος

ευκατάσειστος
εὐκατάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα
2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα
αρχ.
αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-σειστος (< κατα-σείω), πρβλ. α-κατά-σειστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐκατάσειστος — easily shaken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάσειστον — εὐκατάσειστος easily shaken masc/fem acc sg εὐκατάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάσειστα — εὐκατάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάσειστοι — εὐκατάσειστος easily shaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”