- ευκατάσειστος
- εὐκατάσειστος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που σείεται εύκολα2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολααρχ.αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-σειστος (< κατα-σείω), πρβλ. α-κατά-σειστος].
Dictionary of Greek. 2013.